παρακελευστικός

παρακελευστικός
-ή, -ό / παρακελευστικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρακελεύομαι]
παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ' ἀρετήν», Πλάτ.).
επίρρ...
παρακελευστικῶς Α
με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακελευστικός — calling out to masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικά — παρακελευστικός calling out to neut nom/voc/acc pl παρακελευστικά̱ , παρακελευστικός calling out to fem nom/voc/acc dual παρακελευστικά̱ , παρακελευστικός calling out to fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικόν — παρακελευστικός calling out to masc acc sg παρακελευστικός calling out to neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικήν — παρακελευστικός calling out to fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακελευστικῶς — παρακελευστικός calling out to adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”