- παρακελευστικός
- -ή, -ό / παρακελευστικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρακελεύομαι]παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ' ἀρετήν», Πλάτ.).επίρρ...παρακελευστικῶς Αμε παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά.
Dictionary of Greek. 2013.